κήτειος

κήτειος
ος , ον китовый;

κήτειον λίπος — китовый жир


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "κήτειος" в других словарях:

  • κήτειος — of sea monsters masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κήτειος — α, ο (Α κήτειος, εία, ον) [κήτος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε κήτος ή που προέρχεται από κήτος («κήτεαι γένυες», Νόνν.) νεοελλ. φρ. «κήτειον σπέρμα» κητόσπερμα* αρχ. 1. πολύ μεγάλος, πελώριος, τερατώδης 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ κητεία α) το… …   Dictionary of Greek

  • κητείων — κήτειος of sea monsters fem gen pl κήτειος of sea monsters masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κήτειον — κήτειος of sea monsters masc acc sg κήτειος of sea monsters neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κητείαις — κήτειος of sea monsters fem dat pl κητεία fishing for large fish fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κητείη — κήτειος of sea monsters fem nom/voc sg (epic ionic) κητεία fishing for large fish fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κητείης — κήτειος of sea monsters fem gen sg (epic ionic) κητεία fishing for large fish fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κητείοιο — κήτειος of sea monsters masc/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κητείοις — κήτειος of sea monsters masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κητείοισιν — κήτειος of sea monsters masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κητείου — κήτειος of sea monsters masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»